An Old Man
At the noisy end of the cafe, head bent
over the table, an old man sits alone,
a newspaper in front of him.
And in the miserable banality of old age
he thinks how little he enjoyed the years
when he had strength, eloquence, and looks.
He knows he's aged a lot: he sees it, feels it.
Yet it seems he was young just yesterday.
So brief an interval, so brief.
And he thinks of Prudence, how it fooled him,
how he always believed - what madness -
that cheat who said: "Tomorrow. You have plenty of time."
He remembers impulses bridled, the joy
he sacrificed. Every chance he lost
now mocks his senseless caution.
But so much thinking, so much remembering
makes the old man dizzy. He falls asleep,
his head resting on the cafe table.
Original Greek:
Ενας γέρος
Στου καφενείου του βοερού το μέσα μέρος
σκυμένος στο τραπέζι κάθετ' ένας γέρος·
με μιαν εφημερίδα εμπρός του, χωρίς συντροφιά.
Και μες στων άθλιων γηρατειών την καταφρόνεια
σκέπτεται πόσο λίγο χάρηκε τα χρόνια
που είχε και δύναμι, και λόγο, κ' εμορφιά.
Ξέρει που γέρασε πολύ· το νοιώθει, το κυττάζει.
Κ' εν τούτοις ο καιρός που ήταν νέος μοιάζει
σαν χθες. Τι διάστημα μικρό, τι διάστημα μικρό.
Και συλλογιέται η Φρόνησις πώς τον εγέλα·
και πώς την εμπιστεύονταν πάντα -- τι τρέλλα! --
την ψεύτρα που έλεγε· «Αύριο. Εχεις πολύν καιρό».
Θυμάται ορμές που βάσταγε· και πόση
χαρά θυσίαζε. Την άμυαλή του γνώσι
καθ' ευκαιρία χαμένη τώρα την εμπαίζει.
....Μα απ' το πολύ να σκέπτεται και να θυμάται
ο γέρος εζαλίσθηκε. Κι αποκοιμάται
στου καφενείου ακουμπισμένος το τραπέζι.